Διαβάστε μέσα από το βιβλίο Ανεμοθόδωρος της Άννας Ιακώβου
Ο Θοδωρής τις ήξερε όλες τις ιστορίες ετούτες. Ήξερε και τον Μουσούρ που γύρναγε στις γειτονιές κουτσαίνοντας να ζητιανέψει. Γνώριζε και τον Αχμέτ μα και τον Χασάν που έτρεμε από τότε τα ύψη και μήτε σε σκαλί δεν μπορούσε ν’ ανέβει ο άμοιρος από το φόβο του.
Ήξερε όμως κι όλους τους ανεμοφύλακες. Όταν άκουγε ή μύριζε από μακριά την ανάσα τους, έφερνε αμέσως στο μυαλό του τις μορφές εκείνες που γνώριζε από τις ζωγραφιές στο ταβάνι, μα κι άλλες που έφτιαξε μονάχος με το νου του. Τις ταίριαζε, όπως εκείνος νόμιζε, με τους ανέμους που φυσούσαν κι ευθύς τους έβλεπε ολοζώντανους μπροστά του. Έτσι, ήξερε πάντα με ποιον από εκείνους είχε να κάνει.
Σαν ήταν ήσυχος και γνωστικός ο Θοδωρής, τότε έβανε μπροστά γι’ ασπίδα τα παινέματα και δε λογάριαζε κανένα ανέμι. Όταν όμως είχε κομματάκι λερωμένη τη φωλιά του από τρέλες και ζημιές που είχε καμωμένες, τότε λούφαζε από τρόμο μη και μαζευτούνε οι αγέρηδες και τις πληρώσει ακριβά τις «φρονιμάδες του».
Οι αδερφές του, που τα βλέπανε όλα αυτά, γελούσανε και τον κορόιδευαν. Δεν άργησαν μάλιστα να του κολλήσουν και παρατσούκλι και να τον φωνάζουν «Ανεμοθόδωρο»!
-Ανάθεμά σας, γυναίκες, με τις φοβέρες σας, έλεγε αγανακτισμένος ο παππούς, όταν τον έβλεπε τις ώρες εκείνες τις δύσκολες, που ο αγέρας σφύριζε στα σοκάκια και χτυπούσε τα πορτοπαράθυρα, να γίνεται δειλός και φοβητσιάρης. Ένα αγόρι, μωρέ, είπαμε αμάν να κάνουμε στην οικογένεια μετά από τόσα θηλυκά κι εσείς το κάνατε να σκιάζεται σα γάτα!…
-Γι’ αυτό να τον λέμε και Γατοθόδωρο, είπε γελώντας μια μέρα η Μυρσίνη στον παππού.
-Αν είναι έτσι, τότε να τον λέμε και Γιγαντοθόδωρο, γιατί σκιάζεται και το γίγαντα τον Μουράτ, είπε η Ελένη, η πιο μικρή, σηκώνοντας και τεντώνοντας τα δυο της χέρια ψηλά στην ανάταση, για να δείξει το ύψος του γίγαντα.
-Βρε, πανάθεμά σας θηλυκά, βροντοφώναξε μ’ αγριάδα ο παππούς, χτυπώντας, έτσι που καθόταν, με δύναμη το χέρι του πάνω στο γόνατό του. Ποιος σας είπε πως φοβάται τον Μουράτ;
Εκείνες, δίχως να τρομάξουν από το απότομο το ξέσπασμα του παππού και πιασμένες και οι τρεις από τα χέρια που σταύρωναν και πλέκονταν συναμεταξύ τους και συνεχίζοντας μουρμουριστά ένα τραγούδι απ’ τα παιχνίδια τους να λένε και να κουνιούνται ρυθμικά, του απάντησαν…
-Κανείς δε μας το είπε. Μόνες μας το καταλάβαμε.
-Και πώς το καταλάβατε δηλαδή, ρώτησε ανήσυχος ο γέρος.
-Να, προχθές το απόγευμα που περνούσε από το σοκάκι ο Μουράτ, είπε η Στέλλα, τον φωνάξανε όλα τα παιδιά για να μετρηθούνε μαζί του.
-Τότε κάθισε στα σκαλάκια μπρος στο σπίτι μας ο γίγαντας, πετάχτηκε η Ελένη, κι όλα τα παιδιά ήρθανε δίπλα του και αρχίσανε να μετρούνε τις πατούσες τους με τις πατούσες του που ήτανε μεγάλες σαν βάρκες, τις παλάμες τους με τις παλάμες του που ήτανε σαν δυο κουπιά. Και γελούσαν και χαιρόντουσαν όλοι.
-Και τη μύτη του μετρούσανε που έμοιαζε με μελιτζάνα, συμπλήρωσε η Μυρσίνη, και τ’ αυτιά του λογάριαζαν πως ήτανε σαν ξεροτηγανισμένοι γκιουζλεμέδες, και τα δάχτυλα του τραβούσανε που ήτανε το καθένα τους σαν σουτζούκι κι εκείνο το σημάδι…., την ελιά στο μάγουλό του αγγίζανε …
-Μονάχα ο δικός μας πήγε και τρύπωσε μέσα στην αυλή της θεια-Μερόπης, είπε σιγά η Στέλλα, σαν και να ήτανε ντροπή ετούτος ο λόγος που ξεστόμιζε. Κι απάνω μάλιστα στην τρομάρα του έριξε και το ταψί με το μπούκοβο που το είχε βγάλει η θεια στον ήλιο για να λιαστεί.
-Χα-χα-χα, κακάρισαν σαν κότες όλες μαζί!
Ο παππούς φούντωσε κι άναψε ολόκληρος, έτσι που τις είδε να γελούνε.
-Ντροπή σας, κορίτσια, τους είπε αυστηρά. Ένα τόσο δα ψιχαλάκι και να το κοροϊδεύετε εσείς, ολόκληρες κοπέλες!… Και τι είναι; Ένα σπουργιτάκι, μια στάλα είναι. Αντί να του δίνετε θάρρος, γιατί, μην ξεχνάτε πως άντρας θα γίνει και πως απ’ αυτόν θα καρτεράτε κι εσείς μεθαύριο, εσείς τον σκιάζετε ακόμη περισσότερο.
-Μα τι λες, παππού, πετάχτηκε αναμμένη η Στέλλα η μεγαλύτερη. Να δώσουμε κι άλλο θάρρος στον Ανεμοθόδωρο; Να γκρεμίσει θέλεις και το σπίτι; Καλό του κάνει να φοβάται και κάτι. Εγώ δεν τον λυπάμαι καθόλου.
-Σκληρές που είναι π’ ανάθεμά τες, σκέφτηκε ο γέρος. Τι πράμα είναι τούτα τα θηλυκά;
Ο παππούς άλλη κουβέντα δεν τους είπε. Τις άφησε κάτω στην αυλή να παίζουν τα παιχνίδια τους κι ανέβηκε αργά τη σκάλα του σπιτιού του. Η πρωινή ανοιξιάτικη δροσιά είχε ποτίσει τα σκαλοπάτια, τα φούσκωσε, τα μαλάκωσε κι έτσι δεν άκουγες παραπονιάρικα τριξίματα. Περπάτησε στο ξύλινο μπαλκόνι με τη δαντελωτή κορνίζα που το στόλιζε, τρέχοντας ψηλά, πάνω από τα κάγκελα. Το μπαλκόνι αγκάλιαζε το σπίτι γύρω-γύρω. Έτσι μπορούσες να βλέπεις από την μπροστινή μεριά, τη μεριά του νότου, σχεδόν ολάκερο το χωριό, από πίσω, τη μεριά τη βορινή, μπορούσες ν’ αγναντεύεις την κορφή της καταπράσινης Ροδιανής, απ’ την ανατολή να χάνεται το μάτι σου στων αμπελιών τη γη και κατά τη δύση να βουτάς στα γαλανά του Αιγαίου. Ο παππούς, σαν έκανε σχεδόν το γύρω του σπιτιού, πήγε και στάθηκε από τη μεριά που αντικρίζεις τη θάλασσα. Βλέπει τότε πάνω στα ξύλινα τα κάγκελα του χαγιατιού καθισμένο τον Θοδωρή με τα πόδια του να κρέμονται έξω από το μπαλκόνι, στο κενό.
Χάρηκε ο παππούς για τούτη εδώ τη συνάντηση και βιάστηκε να του γλυκομιλήσει.
-Βρε Θοδωράκη! Πού σκαρφάλωσες εκεί πάνω, γιαβρίμ; Θα πέσεις. Δε φοβάσαι να κρέμονται τα πόδια σου τόσο ψηλά από το χώμα;
Το παιδί γύρισε και τον κοίταξε αγριεμένο.
-Δε φοβάμαι, του είπε κοφτά.
Ο παππούς το πλησίασε και πέρασε το χέρι του μπροστά στο κορμί του, για να το κρατάει και να το σιγουρέψει να μην πέσει.
-Σαν να μη σε βλέπω καλά σήμερα, τζιέρι μου! Σου κακοφάνηκε μου φαίνεται που σηκώθηκες πρωί-πρωί και πριν ακόμη ξυπνήσει ο ήλιος.
-Δε θέλω να πάω στη Σμύρνη, είπε με πείσμα το παιδί.
-Δε θες να πας στη Σμύρνη; ρώτησε έκπληκτος ο παππούς. Πώς και γίνηκε αυτό; Εσύ τόσο καιρό περίμενες ετούτο το ταξίδι. Εσύ και οι αδερφές σου. Και τώρα δε θέλεις να πας;
-Εκείνες το περιμένανε. Είναι γυναίκες και λαχταρούνε για κόσμο και βίζιτες και τρελαίνονται για περατζάδα στα μαγαζιά και ψώνια.
-Γιατί; Εσένα δε σου αρέσει η αγορά στη Σμύρνη; Θα σε κεράσουν και σερμπέτι! Θα σε τρατάρουν και εκμέκ από το ξακουστό της πόλης! Θα δεις και τα ξαδέρφια σου, τον Αντρέα και το Μαρουσώ, θα δεις τη θεία σου την Κλειώ, το θείο Σαράντη, μπορεί, μπρε, να συναντήσεις πάλι εκείνον τον τουλουμπατζή, τον πυροσβέστη που σβήνει τις φωτιές, θυμάσαι, όπως και την άλλη φορά, και να σου δώσει να φορέσεις το καπέλο του!…
-Δε θέλω να φορέσω το καπέλο του τουλουμπατζή, φώναξε πεισματάρικα ο Θοδωρής. Και τη γλύκα; Τι να την κάνω τη γλύκα από το σερμπέτι και το εκμέκ. Όλα θα χαθούν, όταν θα έρθει η ώρα που θα με κεράσει και ο θείος Σαράντης στο φαρμακείο του κανένα από εκείνα τα παχιά κόκκινα σιρόπια που είναι σκέτο φαρμάκι ή εκείνα τα μαυροζούμια που βρωμάνε φαρμακίλα, είπε το παιδί, κάνοντας έναν μορφασμό σαν να γευόταν ή σαν να μύριζε κιόλας ετούτο το φαρμάκι που έλεγε.
-Μα τα φάρμακα ο θείος σου τα δίνει για καλό κι όχι για να σε φαρμακώσει.
-Και τα καλοκαίρια…. Δε θέλω να ξανάρθουν τα καλοκαίρια, είπε και κλώτσησε με το πόδι του στον αέρα. Μαζί με τα δώρα που μας φέρνουν, κουβαλούν και μια οκά φαρμάκια που μας στριμώχνουν στις γωνιές του σπιτιού για να τα πιούμε. Ευτυχώς που ο πατέρας μου δεν είναι φαρμακοποιός.
-Ευτυχώς! Γιατί, αν θελήσει να σε ταΐσει από τούτα που πουλάει, θα σου μείνει μόνο η γλύκα. Έδωκε για χάρη σου φαίνεται ο Θεός και γίνηκε έμπορος σταφίδας κι όχι φαρμακοποιός, είπε γελώντας με την ψυχή του ο παππούς.
-Εγώ στη Σμύρνη σήμερα δεν πάω, μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του κοφτά ο Θοδωρής για μια ακόμη φορά και γυρίζοντας απότομα το κεφάλι αντάμωσε πέρα, μακριά τη θάλασσα.
Ο παππούς παραξενεύτηκε στην αρχή με τα πείσματα του Θοδωρή. Μα σαν είδε καλύτερα το πρόσωπό του, κατάλαβε τι ήτανε όλα τούτα.
-Κάτι άλλο να κρύβεται εδώ, συλλογίστηκε … και ξαφνιασμένος λογάριασε….
-Για δες πώς σκοτείνιασαν τα μάτια του τώρα που αγναντεύει τη θάλασσα και γίνηκε το χρώμα τους ίδιο με το δικό της.
Χάθηκε και το χρώμα της αυγής από τα μάγουλά του και συννεφιάσανε σαν τον ουρανό. Και το τρυφερό του δέρμα, το πουπουλένιο, σαν να μπιμπίκιασε απ’ την ανατριχίλα. Δεν του φταίει η Σμύρνη και του μπάρμπα του το φαρμακείο που δε θέλει σήμερα ετούτο το ταξίδι, σκέφτηκε, κι αχνογελάσανε τα χείλη του. Μα πού θα μου πάει, θα τον ξεψαχνίσω για τα καλά εγώ….
-Συννεφιές έχει σήμερα ο ουρανός, είπε σιγανά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον Θοδωρή. Συννεφιές και μπουνάτσα. Μπορεί να βρέξει κιόλας. Βλέπεις, ο Απρίλης είναι στις γλύκες του.
-Θα χαλάσει δηλαδή ο καιρός; ρώτησε τάχα αδιάφορα το παιδί, κοιτώντας ίσια μπροστά.
-Βρε, είναι στις γλύκες του σου λέω, είπε ο παππούς. Α! Θοδωράκη…, δεν ξέρεις τι θα πει Απρίλης.
-Τι θα πει δηλαδή, Απρίλης, ρώτησε ειρωνικά το παιδί σαν να μην πίστευε στα λόγια του παππού.
-Απρίλης θα πει γλύκα. Τα πάντα ξεχειλίζουν γλύκα κι ευωδιά. Η γη, ο ουρανός, η θάλασσα, τα βουνά, τα δέντρα, τα πουλιά, οι άνθρωποι, ακόμη και οι άνεμοι γιομίζουν γλύκα, είπε, και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του.
-Οι άνεμοι…, ψέλλισε ξαφνιασμένο το παιδί, κι αναπήδησε πάνω στο κάγκελο.
-Να! Τώρα, που βγαίνουν μες στ’ αμπέλια οι παπαρούνες…., είπε ο παππούς, και στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντάς το στα μάτια. Και οι ανεμώνες, σαν ξεπετάγονται στης Ροδιανής τα καταπράσινα λιβάδια… Πες μου, τις αγγίζουνε ποτέ οι άνεμοι;
Το παιδί κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα-δώθε, δίχως να βγάλει μιλιά.
-Μήτε τις σπάνε, συνέχισε ο παππούς, μήτε και τις πατούνε με τις γιγαντοπατούσες τους. Μονάχα τις χαϊδεύουν απαλά, κάνοντάς τες να κυματίζουν σαν θάλασσες.
Ο Θοδωρής άκουγε σαν χαμένος, αφήνοντας το στόμα του ανοιχτό.
-Και τα πλατάνια και τις λεύκες που τώρα βγάζουνε τα πρώτα φύλλα, πες μου, τα παλεύουν οι αγέρηδες τα κλωνάρια τους για να τα ξεριζώσουν; Και τα πουλιά, τα πειράζουν τα πουλιά τώρα που στεριώνουν τις φωλιές τους στ’ ακροκλάδια… Και η θάλασσα, δε στέκει ακούνητη όλη τούτη την εβδομάδα μα και την άλλη, που βγαίνουνε οι τράτες και ψαρεύουν για των Βαγιών τα ψάρια;
-Μα πώς και γίνεται αυτό; ρώτησε μ’ απορία το παιδί.
-Θαρρώ πως ζαλίζονται από την ευωδιά των λουλουδιών τ’ Απρίλη. Γεμίζει κάθε τέτοια εποχή ο κόσμος με τριαντάφυλλα, μυρωδάτα ζουμπούλια και πασχαλιές. Οι αγέρηδες θέλουν-δε θέλουν γίνονται ένα μ’ εκείνο των λουλουδιών το μύρο. Γιατί είναι, βλέπεις, φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Και σαν γενεί αυτό, μαλακώνει η ψυχή τους, γλυκαίνει η καρδιά. Κι άμα γλυκάνει η καρδιά, μάτια μου, όλα τότε είναι αλλιώτικα και γι’ ανθρώπους και γι’ ανέμους.
-Όλων των ανέμων μαλακώνει η καρδιά; ρώτησε μ’ αγωνία ο Θοδωρής. Ακόμη κι εκείνων των άγριων που σαν θεριά μουγκρίζουν, όταν περνούν απ’ το χωριό;
Ο παππούς στάθηκε για λίγο και τον κοίταξε χαμογελώντας.
-Αυτοί, να ξέρεις, όταν μπει ο Απρίλης με τις μυρωδιές και τα χρώματα, φεύγουν από προσώπου γης, γιατί φοβούνται την ευωδιά, όπως ο διάβολος το λιβάνι. (…)
ISBN: 9789606677793
Κωδικός προϊόντος: 2236
Πληροφορίες για το βιβλίο εδώ