Στέφανα από λυγαριά. Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα των Εκδόσεων Θύρα/Σταμούλης που διαδραματίζεται στη Χαλκιδική σε χρόνια δύσκολα για τον ελληνικό λαό, τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Η ιστορία που επέλεξε να μας πει η συγγραφέας Μυρσίνη Βιγγοπούλου είναι αυτή της ζωής της Γεωργίας. Την ακολουθούμε για περίπου μια δεκαετία, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι την πρώτη της νιότη, όταν πια δημιουργούνται συνθήκες που θα την οδηγήσουν σε μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Η πλοκή εξελίσσεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της. Η ζωή είναι δύσκολη για όλους εκείνη την εποχή, πόσο μάλλον για τη Γεωργία που έμεινε ορφανή στα οχτώ της. Δίπλα της υπάρχει αρκετά μεγάλος αριθμός ατόμων που τη βοηθούν να επιβιώσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι όλοι τους καλόψυχοι. Νομίζω ότι εδώ έχουμε μια πολύ καλή απεικόνιση των χαρακτήρων που υπάρχουν στην αληθινή κοινωνία, άλλοι βοηθούν με χαρά τον συνάνθρωπο με όλες τους τις δυνάμεις και άλλοι κοιτούν τον εαυτό τους και το προσωπικό τους συμφέρον και εκμεταλλεύονται την ανάγκη των άλλων προκειμένου να κερδίσουν υλικά (κυρίως) αγαθά.
Όλον τον μήνα κλεισμένη σ’ αυτές τις κάμαρες αναπολεί τις αλλαγές της δικής της ζωής. Όσο ζούσε η μάνα της, αισθάνθηκε κι αυτή παιδί. Μετά, σαν τον μεταξοσκώληκα, μεγάλωσε απότομα. Φορτώθηκε ευθύνες, που πολλές φορές δεν άντεχε να σηκώσει. «Μπορώ- δεν μπορώ, πρέπει να μπορώ…». Το έλεγε η μάνα της, θα το επαναλάμβανε πολλές φορές και η ίδια.
Τη συγγραφέα δεν την ήξερα, είναι το πρώτο βιβλίο της που διαβάζω και με άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο γράφει. Η ιστορία προχωρά γρήγορα, οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται με άφησαν με την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να είναι αληθινές, υπαρκτές προσωπικότητες που έζησαν εκείνη την εποχή. Και μάλλον αυτό ακριβώς συμβαίνει τουλάχιστον σε έναν βαθμό, στο οπισθόφυλλο εξάλλου γράφει ότι ως αφορμή για το βιβλίο στάθηκαν αληθινές ιστορίες.
Παρότι περιγράφει δύσκολες εποχές, το γράψιμό της μου δημιούργησε μια αίσθηση ηρεμίας, μια γλυκύτητα, μια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και στο καλό μέλλον που τους περιμένει. Μην παρεξηγηθώ, δεν είναι γλυκανάλατο το βιβλίο, αντίθετα είναι μια σκληρή απεικόνιση των όσων πέρασε η Γεωργία. Παρ’ όλα αυτά η γραφή δεν μεταφέρει θυμό, εμπάθεια ή άλλα άσχημα συναισθήματα. Διάβαζα, συνέπασχα, αλλά δεν εκνευρίστηκα, αντίθετα, όταν πια έκλεισα το βιβλίο το κύριο συναίσθημα ήταν η ηρεμία και η ικανοποίηση.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ