Ζοῦμε μιὰ ἐποχὴ λιμοῦ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Ἂς δεχτοῦμε τὸ “Ἀντίδωρο” ποὺ μᾶς προσφέρεται. Εἶναι ἕνα κομματάκι ψωμί, ἕνα βλέμμα παιδιοῦ, μιὰ ζεστὴ ἀγκαλιὰ στὴ μοναξιὰ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου! Ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ νὰ διανύθηκαν χιλιόμετρα, γιὰ νὰ φτάσει ὣς ἐμᾶς.
“Ἀκοῦς,
Ἐσὺ ποὺ ἡ αἰσχύνη σὰν κουβάρι σὲ δίπλωσε;
Ἐσὺ ποὺ συστέλλεσαι, ἐπειδὴ ζεῖς.
Ἐσὺ ποὺ συρρικνώνεσαι, γιὰ νὰ μὴν πιάνεις τόπο.
Ἐσὺ μὲ τὸ κρυμμένο ἢ τὸ φανερὸ ὄνειδος,
μὲ ὅποια ντροπὴ κουβαλᾶς καὶ σὲ τρώει,
ἄκουσέ με…”
————–
“Μέσα ἀπ’ τὰ γεγονότα τῆς κάθε μέρας,
χρόνια ὁλόκληρα, σιγὰ- σιγά,
ἄλλοτε συνειδητὰ κι ἄλλοτε ἀσυνείδητα,
χτίζουμε ἢ γκρεμίζουμε τὸν ἁγιασμό μας.
Σκοτεινιάζουμε ἢ φωτίζουμε τὸ πρόσωπό μας.
Νεκρώνουμε ἢ ἀθανατίζουμε τὴν ὕπαρξή μας.
Αὐτὰ ποὺ λέμε,
αὐτὰ ποὺ κάνουμε,
αὐτὰ ποὺ νιώθουμε,
τὰ φανερὰ καὶ ἀφανέρωτα τοῦ εἶναι μας
οἱ ἀντιπάθειες,
οἱ ἐμπάθειες,
οἱ συμπάθειες
ποὺ μυστικὰ βιώνουμε,
πιάνουνε τόπο πάνω μας.
Χτίζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔκφρασή μας.
Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπό μας ὀμορφαίνει ἢ σκληραίνει,
ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική μας κατάσταση.
Καὶ ἡ πνευματική μας κατάσταση
δὲν ἐπηρεάζει μόνο τὸ δικό μας πρόσωπο
ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπο ὅλου τοῦ κόσμου.
————–
Οἱ ἄνθρωποι γύρω μας γίνονται καλύτεροι ἢ χειρότεροι,
ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς ἐμεῖς εἴμαστε.
Ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς ἐμεῖς τοὺς κοιτᾶμε.
Οἱ ἄνθρωποι γύρω μας
ἀπὸ μᾶς ἁγιάζουν
καὶ ἀπὸ μᾶς ξεπαγιάζουν…
καὶ σαφῶς ἔχουμε τὴν εὐθύνη τους,
δηλαδὴ τὴν εὐθύνη ὅλου τοῦ κόσμου.
Αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ Χριστὸ
δὲν εὐεργετεῖ μόνον τὸν ἑαυτό του
ἀλλὰ τοὺς πάντες:
καὶ τοὺς παρόντες
κι αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν
κι αὐτοὺς ποὺ θἄρθουν”.
————–
Ἡ Παναγία εἶναι πάντα ἐδῶ,
σκυμμένη πάνω μας καὶ ρωτάει:
– Παιδί μου, τί θέλεις;
Χαρά; Νὰ σοῦ δώσω.
Ἐλπίδα; Νὰ σοῦ δώσω.
Σκέπη,
Στοργή,
Προστασία,
Ἄφεση;
Νὰ σοῦ δώσω.
Τί θέλεις;
Νὰ γίνεις μακάριος;
Πάρε τὶς ἐντολές.
Τί θέλεις;
Τὸν Παράδεισο;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Πύλη.
Τὸν Υἱό μου;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ γέφυρα.
Σοῦ τὸν προσφέρω:
Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.
Τί θέλεις;
Μάννα;
Ἐδῶ εἶμαι ἐγώ.
Γιὰ σένα εἶμαι ἐδῶ.
Παιδί μου, τί θέλεις;
Μοῦ τὸ εἶπες;
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα καὶ γιὰ πάντα
ποιὸς ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς δὲν ἔχει Μάννα
νὰ τὸν ὁδηγεῖ, νὰ τὸν στηρίζει, νὰ χαίρεται μαζί του…;
Ποιὸς ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς δὲν ἔχει Μάννα
νὰ κλαίει γι’ αὐτόν,
νὰ δέεται γι αὐτόν,
νὰ μεσιτεύει γι’ αὐτόν…;
Ὁ πόνος δὲν ἔρχεται μόνος του
– ἀκοῦς; –
Δὲ φεύγει μόνος του.
Ἀνοίγει τὰ μάτια μας τὰ τυφλὰ καὶ βλέπουμε
τὴν Παναγία δίπλα μας:
Κραταιὰ καὶ Ὑψηλὴ Προστασία!
Ἀνοίγει τὰ αὐτιά μας κι ἀκοῦμε τὰ λόγια της:
γιὰ ὅλους ἐσᾶς ἐγὼ μεσιτεύω!
Ὁ πόνος
– ἀκοῦς; –
ἀνοίγει τὸ στόμα μας,
ἀνοίγει τὴν ψυχή μας
καὶ ψάλλουμε κι ἐμεῖς
μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία:
Χαῖρε!
ἡ μετὰ τόκον Παρθένος!
Χαῖρε!
ἡ μετὰ θάνατον Ζῶσα!
————–
Ἀντίδωρο
Ἐλάχιστη προσφορὰ στὴ μοναξιὰ τοῦ ἀνθρώπου