Υφαίνοντας την καθημερινότητα στον αργαλειό της οικογένειας

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αδελφές και αδελφοί μου. Στις μέρες μας ο όρος οικογένεια κλυδωνίζεται. Αλλότρια ήθη; Μοντέρνα εποχή ή μήπως μοντερνισμός κακώς νοούμενος; Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις, καθώς υποψιάζομαι ότι οικογένεια είναι όσοι είναι κοντά στην καρδιά και στον νου. Φυσικά οι συγγενείς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, που εκ των συνθηκών ζούμε μαζί. Αλλά και οι πνευματικά συγγενείς, που αγαπάνε για παράδειγμα τα ίδια πράγματα, ας πούμε την μουσική, ή που ευφραίνεται η καρδιά τους με ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα, για παράδειγμα πίσω από το Ακρωτήρι, αλλά κι αυτοί που έχουν παρόμοιες αξίες και ιδανικά, παρόμοια όνειρα μα και κοινή παράδοση, κι αυτοί συγγενείς είναι, για να θυμίσω την έννοια της κοινότητας που μας διδάσκει ο Επιτάφιος του Περικλή, όπως μας τον παραδίδει ο Θουκυδίδης. Άλλωστε, να θυμηθούμε, και τι σημαίνει εκκλησία. Κλήση, συνάθροιση, όλοι από κάπου ερχόμαστε, από διαφορετικές προελεύσεις, αλλά για να μαζευτούμε όλοι μαζί επί το αυτό, όπου το επί το αυτό έχει και τη μεγαλύτερη σημασία: ο κοινός προς επίτευξιν στόχος. Εκλεκτικές συγγένειες, συγγενείς με έναν τρόπο πνευματικό, που γίνεται και σωματικός με τη φυσική μας συνύπαρξη. Οπότε σήμερα μαζευτήκαμε εδώ μερικοί –λίγο έως πολύ– συγγενείς, λιγότερο ή περισσότερο κοντινοί, για να συζητήσουμε.

Αναμνηστική φωτογραφία με τον σεβασμιότατο και τις δύο χορωδίες μετά τη λήξη της εκδήλωσης την Τρίτη το βράδυ.

Σκέφτηκα να προτείνω τον αργαλειό ως σύμβολο μιας επίπονης και μακράς εργασίας, δηλαδή της καθημερινότητάς μας μέσα στην οικογένεια. Που χτίζεται πόντο-πόντο, βήμα-βήμα, κλωστή-κλωστή, με επιμονή και υπομονή, επιμονετικά, συγχωρέστε με που θα φτιάξω μια καινούργια λέξη. Η καθημερινότητα του καθενός μας είναι πολύ διαφορετική η μία με την άλλη. Δεν τίθεται θέμα συγκρίσεων, ο καθένας ό,τι αντέχει. Καμιά φορά ντρέπομαι όταν βλέπω γύρω μου ανθρώπους τόσο γενναίους, τόσο δυνατούς στις μεγάλες τους δυσκολίες, με ευγένεια και χαμόγελο, την ώρα που εγώ φερ’ ειπείν γκρινιάζω επειδή μου άρπαξε το φαΐ στο τσικάλι. Έφερα, λοιπόν, να δούμε μπροστά μας μερικά παραδείγματα που στον τόπο και τον χρόνο και τον τρόπο θα μας δείξουν ότι κάποιες αξίες μένουν σταθερές. Υπάρχουν βέβαια τα υφάδια που είναι τα χρώματα ή τα σχέδια που επιλέγει ο καθένας ή οι εποχές και οι συνθήκες που ζει, αλλά υπάρχουν πάντα τα στημόνια κάποιων αξιών που μένουν αναλλοίωτα.

Παράδειγμα πρώτο: Χρυσούλα Μπότσαρη. Η Μάρκαινα, η γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη. Οι γενικοί όροι, η γενική Ιστορία, μας ξεγελούν ώστε μας ξεφεύγουν τα πρόσωπα. Οι ηρωικές στιγμές του 1821 περιλαμβάνουν και απολύτως προσωπικά μεγέθη. Σκέφτηκα λοιπόν να σας συστήσω τη Μάρκαινα, την κυρία Χρυσούλα Καλογήρου, χήρα Μάρκου Μπότσαρη. Μια γυναίκα άγνωστή στους περισσότερους από εμάς, αφανή στις πηγές, που όμως υπήρξε, πραγματικά. Που γεννήθηκε και παντρεύτηκε στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Που παντρεύτηκε έναν άντρα και έκανε οικογένεια, μέχρι –εξαιρετικά γρήγορα είναι η αλήθεια– αυτός ο άντρας να μπει στο στερέωμα των ηρώων της πατρίδας μας και αυτή, νεότατη, ούτε τριάντα χρονών, να μείνει χήρα με 4 μικρά παιδιά. Στις τότε συνθήκες. Ας την ακούσουμε την ίδια να μας μιλάει:

Δέκα-δώδεκα χρόνια περίπου βάσταξε ο γάμος μου. Και κάθε δυο-τρία χρόνια ήθελε ο Θεός και ήμουν εγγαστρωμένη. Ένα γεννίδι πρώτα, τόσο μικρό και τρυφερό, που όμως μου επέθανε αμέσως. Μετά ο Δημήτρης. Κι ύστερα τα κορίτσια… Το πώς μ’ αρέσαν τα παιδιά! Μια ακτίνα του Θεού μες στη σκληράδα των βράχων και τω ν καιρών. Δέκα-δώδεκα χρόνια και τα πέντε από αυτά στον Κακόλακκο Πωγωνίου, όταν ο Μάρκος είχε το αρματολίκι της περιοχής. Αυτός ήταν ο γάμος μου. Καινούργιες εικόνες και καινούργιες λέξεις γεννιούνταν και φωλιάζανε στην καρδιά μου. Αυτά τα χρόνια αναπολώ. Τον Κακόλακκο με το τέμπλο του Αγίου Δημητρίου, δωρεά ακριβή των Μποτσαραίων. Τις βαλανιδιές να θροΐζουνε απέναντι από το γεφύρι. Τη Νεμέρτσικα και τους περήφανους χρυσαετούς να πετάνε σκιάζοντας τις γιμνές κορφές της. Τον γυόσμο να μοσχοβολάει στην αυλή. Τις μουσικές του αδρακτιού και του αργαλειού μου. Τον γίκο στη γωνιά του με τα χράμια και τα σαΐσματα του νοικοκυριού. Τα μωρά, το ένα να σκοντάφτει περήφανο που έμαθε να περπατάει, το άλλο να κλαίει φασκιωμένο στην ξύλινη σαρμανίτσα, το επόμενο να ησυχάζει νιόσπαρτο μες στην κοιλιά μου. Τον Μάρκο, πάντα ολιγομίλητο, με τα μαύρα του τα μαλλιά και με τα μαύρα μάτια, ίδιος χρυσαετός κι αυτός, να ξαρματώνεται. Να κατεβάζει από τους ώμους του τη φλοκάτη. Να ταΐζει τη φωτιά με κλαδιά και να σιγοτραγουδάει.

Διάβασα από το βιβλίο Αναζητώντας τον Μάρκο Μπότσαρη, εκδόσεις Σταμούλη, ένα βιβλίο συλλογικό, του Μιχάλη Λεβέντη, όπου είχα την τιμή να γράψω κι εγώ το κομμάτι για τη γυναίκα του, τη Μάρκαινα, και όπου έχει γράψει και η Μάρω Βαμβουνάκη, το κομμάτι για την κόρη του Μπότσαρη, τη Ρόζα. Τα υφάδια αλλάζουνε, τα στημόνια μένουν ίδια. Μια σημερινή γυναίκα, εργαζόμενη, σύζυγος, συχνά και μητέρα, συχνότατα μορφωμένη, τι θα μπορούσε να αλλάξει από τα λόγια της Χρυσούλας Μπότσαρη, που έζησε 200 χρόνια πριν; Την αγάπη για τη φύση; Την έγνοια για το σπιτικό της και την εργασία της μέσα ή έξω από αυτό; Την τρυφερότητα στη θέα του συζύγου; Ή μήπως τη στοργή για τα παιδιά; Έχουμε θαρρώ παρεξηγήσει κάποιες έννοιες. Το ότι ζούμε τη σημερινή εποχή, το ότι έχουμε περισσότερη εκπαίδευση, για παράδειγμα, οι ενήλικοι, δεν κάνει την καρδιά μας ψυχρότερη.

Παράδειγμα δεύτερο από μια γυναίκα τού σήμερα, νεότερη από εμένα, εργαζόμενη, σύζυγο, μητέρα παιδιών δημοτικού και γυμνασίου, μπλόγκερ και –επιπλέον– πρεσβυτέρα, μία μοντέρνα γυναίκα. Κατερίνα Δανδουλάκη, από το βιβλίο της Μαμά για σπίτι, εκδόσεις Θύρα:

Αν το σκεφτείς, είναι πιο εύκολο να γκρινιάξεις. Είναι δύσκολο να είσαι χαρούμενος, γιατί πρέπει να δίνεις προσοχή στις λεπτομέρειες, που ομορφαίνουν τη ζωή, να δουλεύεις τον θυμό σου, την πίκρα και τη στεναχώρια σου. Είναι πιο εύκολο να κατηγορήσεις ένα σύστημα, ένα κοινωνικό σύνολο ή έναν άνθρωπο για ό,τι κακό σου συμβαίνει, παρά να αποφασίσεις πως μπορείς να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου και να προσπαθήσεις να την αλλάξεις. Γιατί τελικά είναι πιο δύσκολο να πεις «ευχαριστώ», χωρίς να ξέρεις πόσο δυσκολεύτηκε κάποιος για να σε εξυπηρετήσει, ενώ σου βγαίνει αβίαστα το παράπονο και η γκρίνια για ό,τι σε ξεβολεύει.

Άλλη γραφή, σύγχρονη, μοντέρνα, μορφωμένη, αλλά με την ίδια ουσία, με την ίδια προοπτική, που δεν έχει άντρα ή γυναίκα, Έλληνα ή βάρβαρο, ελεύθερο ή δούλο, για να θυμίσω τον άγιο απόστολο Παύλο.

Θέλετε να το προχωρήσω πιο πολύ, σε μια πιο σύγχρονη κατάσταση; Να δούμε και την οπτική ενός άντρα; Δημήτρης Καρακούσης, Μπαμπάδες του Σαββατοκύριακου, εκδόσεις Θύρα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο περιγράφονται πολλών-πολλών ειδών ανδρικές ιστορίες σε σχέση με την οικογένεια, άλλοι που είναι παντρεμένοι, άλλοι που έχουν χάσει τη γυναίκα τους ή άλλοι που έχουν χωρίσει, άλλοι που έχουν παιδιά ή άλλοι που δεν έχουν. Εγώ διαλέγω να σας διαβάσω ένα κομματάκι από την ιστορία του πρωταγωνιστή:

Όταν όμως ερχόταν το Σαββατοκύριακο, πρόσεχα να τα έχω προγραμματίσει όλα πολύ καλά. Το πρόγραμμα έπρεπε να είναι πλήρες. Από νωρίς μέχριαργά.Κι ας έβρεχε έξω. Κι ας χιόνιζε ή είχε καύσωνα. Δεν γινόταν σε καμιά περίπτωση να κλειστούμε μέσα. Έπρεπε να είμαι πάντα μάχιμος. Βέβαια, και εγώ εργαζόμουνα τις καθημερινές και χρειαζόμουνα να φορτίσω μπαταρίες το Σαββατοκύριακο. Όμως, όταν παρέδιδα τα παιδιά μου στη μητέρα τους, συνειδητοποιούσα ότι βλέποντας αυτά τα ευτυχισμένα πρόσωπά τους με πλημμύριζε ένα συναίσθημα ευτυχίας και προσωπικής πληρότητας. Και ειδικά όταν τα δυο τους μου λέγανε «Θα μας λείψεις», αυτόματα έπαιρνα δύναμη να βγάλω την εβδομάδα. Δεν έκανα δα και καμιά σπουδαία ανακάλυψη, πάντως σας το ανακοινώσω.

Και θα προχωρήσω ακόμη παραπέρα, η «οικογένεια» –εντός εισαγωγικών– μιας γυναίκας μοναχικής. Πρόσφορο και Άρτος, εκδόσεις Άθως. Το βιβλίο αυτό το έχουμε γράψει μαζί με τη φίλη μου Σταυρούλα Σταμάτη, αλλά επειδή το μικρό αυτό αφήγημα που θα σας διαβάσω είναι από τα κομμάτια που έχω γράψει εγώ, θα ήθελα να σας εμπιστευτώ ότι είναι μια πολύ πραγματική ιστορία, που τη γυναίκα τη γνωρίζω προσωπικά: μια δισάρφανη κοπέλα, που μεγαλοπαντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά και λίγα χρόνια μετά έχασε τον σύζυγο από μια σπάνια νευρολογική νόσο. Νομίζετε ότι αυτή η γυναίκα δεν έχει οικογένεια; Έχει μία θεόρατη οικογένεια, την εκκλησία μας. Με ό,τι αυτό σημαίνει και στην παραμικρή της καθημερινότητα. Η παλιά ξεχασμένη έννοια της «οικογένειας» της ενορίας μας; Μπορεί. Ας την ξαναβρούμε λοιπόν.

Η Μαργαρίτα έβαλε το ζυμάρι στο ταψάκι, σταύρωσε τη σφραγίδα, τη γύρισε και την ακούμπησε στο πλασμένο, απαλό, λείο σαν επιδερμίδα μωρού ζυμάρι. Άγια νήπια της Ιουδαίας πρεσβεύσατε υπέρ ημών. Τα χέρια της σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο, πίεσαν τη σφραγίδα απαλά. Σιγά-σιγά, ανεβάζοντας από τη μία πλευρά αρχικά, σήκωσε τη σφραγίδα. Για άλλη μια φορά αντίκρυσε με τα ίδια της τα μάτια την ετέραν μορφή των πραγμάτων του κόσμου: το ζυμάρι είχε γίνει πρόσφορο.

Ο Θεός είναι αγάπη και διαφορετικότητα. Δεν είναι δική μου ιδέα αυτό. Ένας σοφός παπούλης μού το έλεγε αυτό πολύ πρόσφατα. Η Παναγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις. Ο πρωτόπλαστος Αδάμ έλαβε από τον Θεό την Εύα, ένα άλλο, διαφορετικό πρόσωπο, όχι ένα αντίγραφο ή μια παραλλαγή του. Ο Θεός αυτό θέλει από εμάς: την ανοχή στο άλλο, το διαφορετικό από εμάς, με έναν τρόπο αγιασμένο, χριστοποιημένο, διακονικό, αναστάσιμο. Και δεν χρειάζεται να εφευρίσκουμε τη διαφορετικότητα δεν ξέρω κι εγώ σε τι εξωπραγματικό, άλλη μόδα των ημερών μας. Η διαφορετικότητα που πρέπει να αγκαλιάσουμε είναι δίπλα μας, εδώ και αιώνες: η ηλικιωμένη μητέρα μας που καλό θα ήταν αγόγγυστα να διακονήσουμε, το μικρό παιδί μας που δεν θα το ειρωνευτούμε ή δεν θα του κάνουμε ψυχολογικό πόλεμο στην κακή του επίδοση στο σχολείο ή στην τσαπατσουλιά του μες στο σπίτι. Στον ή στη σύζυγο που απαλά θα σκεπάσουμε την αδυναμία του ενώπιον τρίτων και δεν θα τη σχολιάσουμε. Πόσες λεπτομέρειες στην καθημερινότητα κραυγάζουν για αγάπη και διάκριση.

Και έχουμε μύριους τρόπους να τσακωθούμε κάθε μέρα με όλον τον κόσμο. Γιατί μετατρέψαμε τη φυσική μας ροπή στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον κοντινό μας άνθρωπο, τη μασκαρέψαμε με το ίδιον θέλημα, με τον εγωισμό μας, με την επιθυμία μας, με την αυτοεκτίμησή μας, με τη δήθεν αυτάρκειά μας, με την πασαρέλα του φαίνεσθαι και την αποσιώπηση (για να μην πω παράχωμα) του είναι, με την εύκολη κριτική όλων των γύρω μας και ποτέ του εαυτού μας.

Η παράδοση της Εκκλησίας μας έχει ανάμεσα στις αρετές του Χριστιανού και την αυτομεμψία. Ο άγιος Πορφύριος εξηγούσε σε πιο απλά Ελληνικά τη δύσκολη λέξη αυτομεμψία. Ο άγιος Πορφύριος έλεγε να κατηγορούμε μοναχά τον εαυτό μας και κανέναν άλλον. Ήθελε μήπως να μας διδάξει τις ενοχές; Όχι σε καμία περίπτωση. Ενοχές σημαίνει θεωρώ τον εαυτό μου πολύ καλό και δεν μου αξίζει (άλλη μια έκφραση του συρμού), δεν μου αξίζει να ξεπέσω σε μια κακή συμπεριφορά. Η άλλη όψη του εγωισμού. Πάλι πρέπει να αναζητήσουμε τη χρυσή τομή: χωρίς ενοχές, κάνω την καλύτερη μου προσπάθεια ανθρωπίνως, στο διακόνημά μου, στην καθημερινότητά μου, και ελπίζω στο Έλεος του Κυρίου να συμπληρώσεις τις ελλείψεις μου. Γιατί είμαι άνθρωπος ανεπαρκής και μέχρι τόσο μπορώ. Με αγάπη, με θυσία, με διακονικότητα, αλλά τόσο μπορώ. Δεν είναι κακό.

Επομένως: διακονία (θυμάμαι ένας παπούλης μού έλεγε πως ποτέ δεν έπαθε κανείς τίποτε από την πολλή διακονία), διάκριση (δηλαδή η κατά Χριστόν ευγένεια), ελπίδα στον Θεό (δηλαδή η μόνη αληθινή βακτηρία), όλα αυτά τα επεξεργαζόμαστε καθημερινά, επιμονετικά, όπως είπαμε και στην αρχή την καινούργια λέξη, με αγάπη, αγάπη σταυρική, όπως την ξέρουμε: και προς τα πάνω και προς γύρω μας, δεξιά και αριστερά.

Το κομβικό σημείο στην παραπάνω στάση ζωής είναι να γίνουμε πολλοί. Να προσπαθούμε πολλοί να βρούμε τα ανθρώπινα μέτρα μας, να προσπαθούμε πολλοί για το κοινό καλό, να αγωνιζόμαστε πολλοί στη διακονία μας. Να γίνουμε πολλοί που θα απευθυνθούμε στον Θεό να μας στηρίξει και να μας συναρμόσει τον έναν με τον άλλο, ώστε να συνεχίσουμε την προσπάθεια από κοινού.

Μη νομίζετε, τα λέω όλα αυτά για να τα ακούω και εγώ. Γιατί σε όλους μας ξεφεύγει το υφάδι του αργαλειού μας, γλιστράει η σαΐτα, δεν πατάμε εγκαίρως τα μιτάρια, ιδίως όταν η ύφανση γίνεται στην οικογένεια, ομαδική κατά τρόπο παράδοξο, σε συνεργασία με τον άντρα ή τη γυναίκα ή με τα παιδιά ή και με άλλα μέλη των οικογενειών, φυσικών ή συμβολικών. Κάποια απροσεξία κάνει κάποιος από την ομάδα κι είναι τόσο κρίμα να πικραινόμαστε μεταξύ μας. Πάλι από έναν μακαριστό Γέροντα θυμάμαι πως δυο ανεξάρτητα πράγματα, όσο και να αγαπιούνται μεταξύ τους, δεν μπορούν να ενωθούν αν ένα χέρι δεν τα κρατήσει. Να, τα δυο μου χαρτιά, όσο και να αγαπιούνται, δεν μπορούν να ενωθούν πριν να τα κρατήσει το χέρι μου ή ένα συρραπτικό ή ένας συνδετήρας. Αυτό το χέρι, αυτός ο συνδετήρας, είναι ο Κύριός μας. Αυτός θα μας κρατήσει συναρμοσμένους, θα κρατήσει σταθερά τα στημόνια μας, θα οδηγήσει τη σαΐτα μας σωστά, θα μας κρατάει το χέρι που θα περνάμε τα υφάδια, καμιά φορά και με το χτένι θα χτυπήσει να σφίξει το υφαντό μας, να σταθεροποιηθεί, δεν θα μας αρέσει αυτό, μπορεί και να πονάει, αλλά έτσι γίνεται. Τι να πω, καλές αντοχές, καλές υπομονές, καλές αλληλοβοήθειες, γιατί αλλιώς δεν βγαίνει υφαντό, αλλά ξέφτια και θηλιές και κλωστές άχρηστες. Στο μετερίζι του ο καθένας μας, διακονικά και διακριτικά, για να φτιάξουμε με τη χάρη του Θεού μια ζεστή, πολύχρωμα υφασμένη ζωή.

Γίνε Συνδρομητής!

Ζήτησε να λαμβάνεις τα newsletter μας για να μαθαίνεις πρώτος τις καλύτερες προσφορές, τις νέες κυκλοφορίες και τους διαγωνισμούς μας!