Ταξιδιωτικό αφιέρωμα στην Κωνσταντινούπολη

Κωνσταντινούπολις: «Πόλις περίφηµος και επισηµοτάτη εν τη ιστορία του κόσµου. Κείται επί της Θράκης κατά την 41ην µοίραν, Ο και 16΄΄ βορείου πλάτους και κατά την 28ην µοίραν 58΄΄ και 14΄΄ ανατολικού µήκους. Είναι εκτισµένη επί της θέσεως του αρχαίου Βυζαντίου. Διετέλεσε πρωτεύουσα του Ρωµαϊκού κράτους από κτήσεώς της (330 µ.Χ.) µέχρι της από των υιών του Θεοδοσίου χωρισµού του κράτους. Κατόπιν, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (από του 1204-1261 πρωτεύουσα της εφηµέρου Λατινικής Αυτοκρατορίας) µέχρι της αλώσεως υπό των Τούρκων (1453) και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας µέχρι της εις Άγκυραν µεταθέσεως (1923) της έδρας της τουρκικής κυβερνήσεως». Η Κωνσταντινούπολη, είναι η Πόλη των πόλεων, η Βασιλεύουσα, η Αγία Σοφία, ο Βόσπορος, το Πατριαρχείο, ο χρυσοκέντητος δικέφαλος αητός στα πορφυρά σαντάλια του τελευταίου Αυτοκράτορα.



Χρονιές-σταθμοί της Κωνσταντινούπολης

667 π.Χ. Ο Βύζαντας, µε Μεγαρείς και Αθηναίους, ιδρύει τον οικισµό του Βυζαντίου.
340 π.Χ. Ο Φίλιππος ο Β΄ της Μακεδονίας εκστρατεύει εναντίον του Βυζαντίου, αλλά αποτυγχάνει να καταλάβει την πόλη.

6 π.Χ. Ο Ποµπήιος εντάσσει το Βυζάντιο στη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία.
195: Ο Σεπτίµιος Σεβήρος καταστρέφει την πόλη, αλλά την ξαναχτίζει και θεµελιώνει τον Ιππόδροµο.
324: Ο Κωνσταντίνος γίνεται αυτοκράτορας της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και ανακηρύσσει το Βυζάντιο, νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, µε την ονοµασία Νέα Ρώµη, αλλά η πόλη γίνεται ευρύτερα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη.

Τοπχανέ, 1925.

412: Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ ξεκινά την κατασκευή του τειχών, που έµειναν γνωστά ως θεοδοσιανά τείχη.
532: Η Στάση του Νίκα καταπνίγεται στο αίµα από τους µισθοφόρους, µετά από εντολή του Ιουστινιανού και µέσα στον Ιππόδροµο σφαγιάζονται κοντά στα 30.000 άτοµα.
532: Ο Ιουστινιανός θεµελιώνει την Αγιά Σοφιά και το 537 µ. Χ. γίνονται τα επίσηµα εγκαίνιά της. Κατά την παράδοση, ο Ιουστινιανός προχώρησε µέχρι τον ιερό άµβωνα και αναφώνησε «Νενίκηκά σε Σολοµών». Στον ίδιο οφείλεται η ανέγερση της Αγίας Ειρήνης και τµηµάτων του Μεγάλου Παλατιού.
674: Ξεκινά η πενταετής πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σαρακηνούς.
1071: Ο αυτοκράτορας Ρωµανός Διογένης ατιµάζεται και καθαιρείται, καθώς ο βυζαντινός στρατός κατατροπώνεται από τους Σελτζούκους στη γνωστή Μάχη του Μαντζικέρτ.
1204: Ο στρατός της Δ’ Σταυροφορίας καταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη και ανεβάζουν στο θρόνο τον κόµη της Φλάνδρας Βαλδουίνο τον Α’, αντικαθιστώντας τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Δ’ τον οποίο είχαν βοηθήσει έξι µήνες νωρίτερα.
1261: Ο Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος, ανακαταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη από τους Βενετούς.
1350: Χτίζεται ο Πύργος του Γαλατά από τους Γενοβέζους που κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη και χρησιµοποιείται ως παρατηρητήριο.

1422: Ο Μουράτ Β΄ ξεκινά την πρώτη οθωµανική πολιορκία της πόλης.
1444: Οι Ούγγροι ανταποκρίνονται στο κάλεσµα των βυζαντινών για βοήθεια από την πολιορκία των Οθωµανών, αλλά εξοντώνονται (περίπου 25.000 στρατιώτες) στη Μάχη της Βάρνας, στη Μαύρη Θάλασσα.

Η γέφυρα του Γαλατά, 1935

1453: Ο Μωάµεθ ο Β’, µετά από πολιορκία 54 ηµερών καταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη, τερµατίζοντας έτσι την πολύχρονη ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
1455: Χτίζεται το κάστρο του Γεντίκουλε.
1470: Πάνω από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων χτίζεται το τέµενος Φατίχ.
1478: Ολοκληρώνεται το παλάτι του Τοπκαπί, η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε το 1465. Μέχρι το 1856 θα είναι η επίσηµη κατοικία των σουλτάνων.
1616: Εγκαινιάζεται το Μπλε Τζαµί, µετά από 8 χρόνια εργασιών.
1729: Αρχίζει τη λειτουργία του στην Κωνσταντινούπολη το πρώτο οθωµανικό τυπογραφείο.
1843: Ξεκινά η ανέγερση του Ντολµαµπαχτσέ, που θα ολοκληρωθεί το 1856, όταν και θα εγκατασταθεί εδώ ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ Α’, εγκαταλείποντας έτσι το παλάτι του Τοπκαπί.
1845: Χτίζεται η πρώτη ξύλινη γέφυρα του Γαλατά στον Κεράτιο.
1875: Εγκαινιάζεται ο υπόγειος σιδηρόδροµος στο Γαλατά (και τρίτος στον κόσµο), που σήµερα είναι γνωστός ως Τουνέλ.
1888: Το θρυλικό Όριεντ Εξπρές κάνει την πρώτη του διαδροµή, µε αφετηρία το Παρίσι και τερµατισµό την Κωνσταντινούπολη.
1919: Γάλλοι και Άγγλοι καταλαµβάνουν την Κωνσταντινούπολη και µένουν στην πόλη ως το 1922.
1922: Καταργείται το σουλτανάτο και αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Μουσταφά Κεµάλ Πασά, γνωστού ως Κεµάλ Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων).
1923: Η Κωνσταντινούπολη παύει να είναι πρωτεύουσα της νέας Τουρκίας, µε την µεταφορά των κρατικών θεσµών στην Άγκυρα.
1928: Η Κωνσταντινούπολη µετονοµάζεται και επισήµως από το τουρκικό κράτος Istanbul (Ισταµπούλ).
1936: Η Αγιά Σοφιά µετατρέπεται σε µουσείο.
1938: Ο Κεµάλ Ατατούρκ πεθαίνει στο παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ.
1973: Εγκαινιάζεται η κρεµαστή γέφυρα του Βοσπόρου που συνδέει την ευρωπαϊκή µε την ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης.

Γνωρίζοντας την Πόλη

Περιστροφικός χορός
Δερβίση σε κέντρο
της Κωνσταντινούπολης
Για να γνωρίσεις µια πόλη, πρέπει να την περπατήσεις. Και για να συµβεί αυτό, πρέπει η ίδια η πόλη να σε προκαλέσει, είτε µε το ιστορικό παρελθόν και τους µύθους της, είτε µε τις σύγχρονες µυρωδιές και τα χρώµατα της. Η Κωνσταντινούπολη είναι από τις πόλεις που σε προκαλούν. Ξανά και ξανά. Κάθε φορά που βαδίζεις στα ατέλειωτα σοκάκια της, σου αποκαλύπτει και νέα µυστικά της, κάθε φορά που πιστεύεις ότι την έχεις χορτάσεις, συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις γνωρίσεις τίποτα. Κι υπόσχεσαι στον εαυτό σου να ξαναγυρίσεις…

Η Κωνσταντινούπολη, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη της µε την πρώτη µατιά. Δεν είναι µόνο τα βυζαντινά µνηµεία, τα οθωµανικά παλάτια, η σύγχρονη ζωή της και οι πολύβουες αγορές της, αλλά και το µέγεθός της –πληθυσµιακό και πολεοδοµικό: Η αύξηση του πληθυσµού της είναι… εκρηκτική, αν σκεφτεί κανείς ότι από τους 7.500.000 κατοίκους του 1993, έχει εκτοξευτεί σήµερα στους 17.000.000 κατοίκους. Η εσωτερική µετανάστευση κατοίκων από τις ανατολικές, φτωχές περιοχές της χώρας, που αναζητούν στην Πόλη καλύτερες συνθήκες ζωής κι εργασίας, είναι µαζική τα τελευταία χρόνια κι αυτό έχει ως επόµενο αποτέλεσµα την άναρχη δόµηση και την ραγδαία πολεοδοµική επέκταση στις γύρω περιοχές. Σύµφωνα µε στατιστικά στοιχεία, κάθε χρόνο ο πληθυσµός της αυξάνει κατά 5% και οι δρόµοι της κατά 1.000! Ενώ το πολεοδοµικό της συγκρότηµα απλώνεται σε µήκος 150 χλµ και πλάτος 50 χλµ (!).

Από τους σηµαντικότερους τουριστικούς προορισµούς σήµερα, η Κωνσταντινούπολη υποδέχεται κάθε χρόνο περισσότερους από 3.000.000 τουρίστες. Η πλειοψηφία τους κινείται στους ιστορικούς χώρους, αλλά όποιοι επιχειρήσουν να επισκεφτούν και τις γύρω περιοχές ή περιοχές της ασιατικής πλευράς, θα αποζηµιωθούν πλήρως –η φυσική οµορφιά του Βοσπόρου, του Κεράτιου, του Μαρµαρά και των Πριγκηποννήσων είναι µοναδική. Από την άλλη µεριά, θα ικανοποιηθούν από τις γεύσεις της τουρκικής και πολίτικης κουζίνας, την έντονη νυχτερινή ζωή, την ευγένεια των κατοίκων της και, φυσικά, τις αγορές. Η µετακίνηση στην πόλη µε τα µέσα µαζικής µεταφοράς είναι ικανοποιητική και δεν κοστίζει, ενώ η µορφολογία και η τοπογραφία της πόλης σε προκαλεί να περπατήσεις.

Πωλητής σαλεπιού
με παραδοσιακή
φορεσιά στην Αιγυπτιακή
αγορά

Βαδίζοντας στην Πόλη

Κυρίως πόλη: Εκτείνεται από τη µεριά της δυτικής ακτής του Κεράτιου κόλπου και καταλαµβάνει την τριγωνική χερσόνησο που αποτελούσε την παλιά βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Η κυρίως πόλη είναι το πιο πυκνοκατοικηµένο διαµέρισµα της Ισταµπούλ µε ανατολίτικη συγκρότηση, πολεοδοµία κι αρχιτεκτονική. Είναι ακόµα η περιοχή όπου υψώνονται οι περίφηµοι εφτά λόφοι που έδωσαν στην Κωνσταντινούπολη την ονοµασία «Επτάλοφος». Περιοχή ανατολικά του Κεράτιου κόλπου: Είναι το λεγόµενο «ευρωπαϊκό» τµήµα της πόλης. Η ονοµασία οφείλεται στο γεγονός ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε, από τα χρόνια του Βυζάντιου, τόπο κατοικίας και δραστηριότητας των ξένων εµπόρων, των διπλωµατών και των πλουσιότερων κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου εγκαταστάθηκε εκεί το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης και δηµιουργήθηκαν αρκετές ελληνικές συνοικίες που άκµασαν µέχρι τα µέσα του 20ου αι. Ονοµαστότερες απ’ αυτές είναι το Πέραν (Μπεΐογλου) κι ο Γαλατάς. Το ευρωπαϊκό τµήµα της πόλης έχει σύγχρονη πολεοδοµική συγκρότηση, µεγάλους δρόµους και µοντέρνα κτίρια.

Προάστια: Είναι τα οικοδοµικά συγκροτήµατα που βρίσκονται στις δυο ακτές του Βοσπόρου και στις ακτές της θάλασσας του Μαρµαρά. Από την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου σηµαντικότερα προάστια είναι το Σκουτάρι, η Χαλκηδόνα, το Κουσγιουντζούκ, το Γκιόλτεπε, το Φενέρµπαχτσε και το Μποσταντζί, ενώ από την ευρωπαϊκή πλευρά το Μπεσίκτας, το Κουρουτσεσµές, το Ταράπιες Μπουγιούκντερε, το Αρναούτκιοϊ, το Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι) και το Γεσίλκιοϊ (Άγιος Στέφανος). Η δυτική και η ανατολική πλευρά της πόλης (που χωρίζονται από τον Κεράτιο κόλπο) συνδέονται µε δυο µεγάλες γέφυρες: την Καράκιοϊ (Γέφυρα του Γαλατά) και την Αζακαπού (Ατατούρκ). Το κύριο µέρος του λιµανιού βρίσκεται στο χώρο ανάµεσα στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου και της δεύτερης γέφυρας, ενώ στο βάθος του κόλπου υπάρχουν ναυπηγεία και βιοµηχανικά συγκροτήµατα.

Τα αξιοθέατα της Πόλης

Η Κωνσταντινούπολη είναι από τις λίγες πόλεις που µπορεί να µαγέψει τον επισκέπτη µε το ιστορικό παρελθόν και το σύγχρονο παρόν της. Σε µια πενθήµερη διαµονή του, έχει τη δυνατότητα, όχι µόνο να δει τα πιο σηµαντικά αξιοθέατα, αλλά και ν’ ανακαλύψει τους ήχους και τα χρώµατά της. Με µια γρήγορη µατιά, τα σηµαντικότερα µνηµεία και οι περιοχές που έχουν ενδιαφέρον για τον επισκέπτη είναι: Ο ναός της Αγίας Σοφίας, το ανακτορικό συγκρότηµα Τοπκαπί, τα ιστορικά τζαµιά της πόλης – Σουλτάν Αχµέτ (1609-1616) που ονοµάζεται και «Μπλε Τζαµί», Μπεγιαζίτ (1501-1506), Σουλεϊµανιέ (1550-1557) και Γενί Τζαµί (1597-1663)- η Βασιλική Δεξαµενή, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ, η συνοικία του Φαναρίου -όπου και το Οικουµενικό Πατριαρχείο- η Σκεπαστή κι Αιγυπτιακή Αγορά, τα τείχη του Θεοδοσίου, το Αρχαιολογικό Μουσείο ή Μουσείο Αντικών, το Μουσείο Τουρκικής και Ισλαµικής Τέχνης, οι εκκλησίες της Αγίας Τριάδας, της Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή και της Παναγίας των Βλαχερνών, οι Μονές της Χώρας και του Παντοκράτορος, τα τείχη της Ρωµυλίας, τα Πριγκηπονήσια…

Η Αγιά Σοφιά

«Νενίκηκά σε Σολοµών»! Μ’ αυτά τα λόγια –σύµφωνα µε τους ιστορικούς και τους χρονικογράφους της εποχής- εξέφρασε τον θαυµασµό του ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όταν αντίκρισε την Αγιά Σοφιά, την ηµέρα των θυρανοιξίων της στις 27 Δεκεµβρίου του 537, θέλοντας έτσι να δείξει ότι το ιερό αυτό σύµβολο της χριστιανοσύνης υπερέβαινε σε µεγαλοπρέπεια το Ναό του Σολοµώντα στα Ιεροσόλυµα.

Κανένα άλλο θρησκευτικό µνηµείο δεν ταυτίζεται µε την ορθόδοξη πίστη, το Βυζάντιο και την πόλη της Κωνσταντινούπολης, όσο ο ναός της Αγιάς Σοφιάς. Σύµφωνα µε τους ιστορικούς, η πρώτη εκκλησία, αφιερωµένη στην του Θεού Σοφία και στην ίδια τοποθεσία, χτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 µ.Χ. Λίγα χρόνια αργότερα, ο γιος του Κώνστας µεγάλωσε το οικοδόµηµα (τα εγκαίνια έγιναν το 360 µ.Χ.), αλλά το 404 µ.Χ., ο λαός εξοργισµένος για την εξορία του Αγίου Ιεράρχου, Ιωάννου του Χρυσοστόµου, έκαψε το ναό. Τον ξανάκτισε (413/415 µ.Χ.) ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’, αλλά πάλι κάηκε, αυτή την φορά από τους στασιαστές, κατά τη «Στάση του Νίκα» το 532 µ.Χ. Αυτό συνέβη επί Ιουστινιανού κι αυτός ήταν που αποφάσισε, την ίδια χρονιά, να χτίσει τον µεγαλοπρεπέστερο ναό για την εποχή του. Έτσι, απαλλοτρίωσε κι αποζηµίωσε όλα τα γύρω οικοδοµήµατα, ανέθεσε τα σχέδια και την κατασκευή του στον µαθηµατικό Ανθέµιο τον Τραλλιανό και τον αρχιτέκτονα Ισίδωρο το Μιλήσιο και συγκέντρωσε ό,τι πιο πολύτιµα και σπάνια υλικά βρήκε, απ’ όλη την -τότε γνωστή ως- οικουµένη: Πράσινα µάρµαρα από την Κάρυστο, ροδόχροα µε λευκές φλέβες από τη Φρυγία, ανοιχτόµαυρα µε γαλάζιες φλέβες από το Βόσπορο, κόκκινα µε λευκά στίγµατα από τη Θήβα της Αιγύπτου και µάρµαρα µε διάφορους άλλους χρωµατισµούς από διάφορες περιοχές.

Ο ναός κατασκευάστηκε µέσα σε 5 χρόνια και τα θυρανοίξιά της έγιναν στις 27 Δεκεµβρίου του 537, αλλά για την ολοκλήρωσή της –κατ’ άλλους ιστορικούς- απαιτήθηκαν άλλα 10 χρόνια (548 µ.Χ.). Στο προαύλιο του ναού υπήρχε και η κρήνη στην οποία αναγράφονταν η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ», (ξέπλυνε τις αµαρτίες σου, όχι µόνο το πρόσωπό σου).

Η Αγιά Σοφιά κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, γιατί οι Ανθέµιος και Ισίδωρος ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν ένα οικοδόµηµα 78,16 µέτρων µήκους και 71,82 πλάτους, µε τρούλο στηριγµένο σε τέσσερις πεσσούς. Αυτοί οι πεσσοί (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν µεταξύ τους 30 µ., στηρίζουν τα τέσσερα µεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, µε διάµετρο 31 µέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται, εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του. Το στυλ αυτό ονοµάστηκε «Βασιλική µετά Τρούλου» και ήταν µοναδικό. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Αγιά Σοφιά αποτέλεσε και το µεγαλύτερο οικοδόµηµα της εποχής και µετά από 1.000 χρόνια άρχισε σταδιακά να χάνει τα πρωτεία (Άγιος Πέτρος Ρώµης, Άγιος Παύλος Λονδίνου, καθεδρικός ναός Μιλάνου).

Δυστυχώς το 558 µ. Χ. και µετά από φοβερό σεισµό ο τολµηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος (τρούλος) κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άµβωνα, τον ίδιο τον άµβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Τότε ανέλαβε ο ανηψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ισάξιος του θείου του και έκτισε τον νέο θόλο που υφίσταται µέχρι σήµερα. Στις 24 Δεκεµβρίου του 563 τελέστηκαν από τον Πατριάρχη Ευτύχιο τα δεύτερα εγκαίνια, παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και σηµαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριµένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωµαιοκαθολικός και µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 µετατράπηκε σε µουσουλµανικό τέµενος. Στη διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζηµιές, ενώ στην περίοδο την Οθωµανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σηµαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώµατος θεωρείται βλασφηµία για το Ισλάµ. Ο ναός µε την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεµενών όπως το Μπλε Τζαµί.

To 1930 o Μουσταφά Κεµάλ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισµού της Τουρκίας µετέτρεψε το τέµενος σε µουσείο. Σήµερα ο ναός εξακολουθεί να είναι µουσείο, ενώ πραγµατοποιούνται εργασίες αποκατάστασης των ψηφιδωτών του.

Το Μπλε Τζαμί

Το αντίπαλο δέος της Αγιάς Σοφιάς είναι το Μπλε Τζαµί ή Τζαµί του Σουλτάνου Αχµέτ (στα τούρκικα Sultanahmet Camii) και θεωρείται ως ένα από τα µεγαλύτερα αριστουργήµατα της ισλαµικής αρχιτεκτονικής παγκοσµίως.

Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Αγιά Σοφιά και τον αρχαίο Ιππόδροµο και χτίστηκε κατ’ εντολή του 20χρονου –τότε- σουλτάνου Αχµέτ του Α΄, µε στόχο να υποβαθµίσει την λαµπρότητα της Αγιάς και να είναι ορατό από τα πλοία που διέσχιζαν τον Μαρµαρά και το Βόσπορο. Χτίστηκε µεταξύ των ετών 1609 και 1616, από τον αρχιτέκτονα Σεντεφχάρ Μεχµέτ Αγά (µαθητή του µεγάλου Μιµάρ Σινάν), αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος µόλις που πρόλαβε να δει το τέµενος του, αφού ένα χρόνο µετά την ολοκλήρωσή του πέθανε (µάλιστα ο τάφος του βρίσκεται στον χώρο του τζαµιού). Το οικοδόµηµα έχει διαστάσεις 53 επί 51 µέτρα, ενώ ο κεντρικός κύβος σκεπάζεται από ένα βαθµιδωτό σύστηµα θόλων και ηµίθολων, που κορυφώνεται στον κεντρικό θόλο, η διάµετρος του οποίου είναι 33 µέτρα, µε 43 µέτρα ύψος στο κεντρικό του σηµείο. Το συνολικό αποτέλεσµα χαρακτηρίζεται από τέλεια οπτική αρµονία και οδηγεί το µάτι στην κορυφή του θόλου. Το Μπλε Τζαµί είναι το µοναδικό στην Τουρκία που έχει έξι µιναρέδες. Όταν κατασκευάστηκαν ο Αχµέτ κατηγορήθηκε για αλαζονεία (καθώς εκείνη την εποχή τον ίδιο αριθµό µιναρέδων είχε και η Κάαµπα στη Μέκκα), αλλά το πρόβληµα ξεπεράστηκε όταν… πλήρωσε για να χτιστεί ένας έβδοµος µιναρές στο τζαµί της Μέκκας. Στο εσωτερικό του το τζαµί φιλοξενεί περισσότερα από 20.000 χειροποίητα κεραµικά πλακάκια, φτιαγµένα στο Ίζνικ (την βυζαντινή Νίκαια).

Το ανάκτορο του Τοπκαπί

Με θέα τον Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα και ορατό από τις περισσότερες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, το ανάκτορο του Τοπκαπί χαρακτηρίζεται από την µεγαλοπρέπεια, την πολυτέλεια και τον όγκο του και, φυσικά, κρύβει πίσω του ιστορία χρόνων. Κυβερνητική έδρα της οθωµανικής αυτοκρατορίας για 400 χρόνια περίπου, αλλά και κατοικία των ίδιων των σουλτάνων, το παλάτι άρχισε να χτίζεται το 1459 από τον Μωάµεθ τον Β΄ για να επεκταθεί τα επόµενα χρόνια από τους διαδόχους του, ανάλογα µε τις ανάγκες του καθένα. Ωστόσο, εκείνος που έδωσε την µεγαλοπρέπεια στο ανακτορικό συγκρότηµα που σήµερα θαυµάζουµε, ήταν ο Σουλεϊµάν ο Μεγαλοπρεπής, που στη δεκαετία του 1530-1560 έχτισε τα σηµαντικότερα περίπτερα και κτήρια. Σήµερα, το Τοπκαπί καταλαµβάνει έκταση 700.000 τ.µ. (διπλάσια του Βατικανού και µισής του Μονακό) και περιβάλλεται από τείχη µήκους 5 χλµ, ενώ «στολίζεται» από 28 πύργους, 3 πύλες στα τείχη της θαλάσσης και 4 πύλες στα τείχη της ξηράς.

Στους χώρους του κατοικούσαν περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες άτοµα και οι τρεις αυλές του χώριζαν το συγκρότηµα σε τρεις περιοχές. Η πρώτη, ανοιχτή στο κοινό για τις ακροάσεις, κατέληγε στην Πύλη του Χαιρετισµού. Η δεύτερη ανήκε στο Ντιβάνι, δηλαδή στο κυβερνητικό συµβούλιο. Στην τρίτη περιοχή, αυστηρά προσωπική, βρισκόταν το χαρέµι, αποτελούµενο από τριακόσιες γυναίκες ειδικά εκπαιδευµένες να υπηρετούν το σουλτάνο.

Στα πρώτα χρόνια το κύριο όνοµα του ανακτόρου ήταν «Σαρ Τζεντιντέ- ι Αµιρέ» (Νέο Κρατικό Παλάτι), αλλά από τον 18ο αιώνα, επί σουλτάνου Αχµέτ του Γ΄, πήρε την σηµερινή του ονοµασία «Τοπκαπί» (Πύλη του Κανονιού), λόγω των δύο κανονιών που βρισκόταν και τις δύο πλευρές της πύλης.

Ο τελευταίος σουλτάνος που έζησε στο Τοπκαπί ήταν ο Αβδούλ Μετζίτ ο Α΄, ο οποίος το 1853 εγκαταστάθηκε στο Παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ. Ως µουσείο το Τοπκαπί λειτουργεί από το 1924 και διαθέτει µια ανεκτίµητη συλλογή θησαυρών που συγκέντρωσαν στα 470 χρόνια της κυριαρχίας τους οι σουλτάνοι (από δώρα ξένων αρχηγών και διπλωµατών, µέχρι λάφυρα από στρατιωτικές εκστρατείες). Επισκεφτείτε την αίθουσα του θησαυροφυλακίου (εδώ θα δείτε χιλιάδες πολύτιµους και ηµιπολύτιµους λίθους, το στιλέτο Τοπκαπί -που ενέπνευσε τον Ζυλ Ντασσέν, για την οµότιτλη ταινία του µε πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη- το 86 καρατίων Διαµάντι του Κουταλά και τον χρυσοποίκιλτο θρόνος Μπαϊράµ) και, φυσικά, το χαρέµι του παλατιού.

Το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ

Χτισµένο πάνω στο Βόσπορο, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ χαρακτηρίζεται από την υπερβολική χλιδή, την κραυγαλέα πολυτέλεια και τον φαντασµαγορικό διάκοσµο. Επηρεασµένο από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, το παλάτι εντυπωσιάζει µε τον όγκο του, περιβάλλεται από τεράστια αυλή, φιλοξενεί περίτεχνο κήπο και «συντροφεύεται» από το φερώνυµο τζαµί κι έναν εκπληκτικό ωρολογόπυργο.

Η οικοδόµηση του συγκροτήµατος ήταν ιδέα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ του Α΄, η δε κατασκευή του ξεκίνησε το 1843 και ολοκληρώθηκε το 1856, δηλαδή, 16 χρόνια αργότερα, σε σχέδια του διάσηµου, στην εποχή του, αρµένιου αρχιτέκτονα Καραµπέτ Μπελιάν.

Ο πρώτος που το κατοίκησε ήταν ο εµπνευστής του κι αποτέλεσε την επίσηµη κατοικία και των επόµενων έξι σουλτάνων ως την δύση της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εδώ συνεδρίασε η πρώτη οθωµανική βουλή το 1877, εδώ φιλοξενήθηκε ο γερµανός αυτοκράτορας Γουλιέλµος Γ΄ το 1887, από την προβλήτα του παλατιού αναχώρησε µε πλοίο ο 36ος και τελευταίος σουλτάνος Μωάµεθ Στ΄ ή Μεχµέτ Βαχιντεντίν, το 1922 κι εδώ άφησε την τελευταία πνοή ο «πατέρας» του νέου τουρκικού κράτους Κεµάλ Ατατούρκ, τον Νοέµβριο του 1938. Από τον θάνατο του Ατατούρκ, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ λειτουργεί ως µουσείο και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον εκατοµµυρίων επισκεπτών κάθε χρόνο. Κι όχι άδικα, βέβαια: Την εσωτερική διακόσµηση (για την οποία χρησιµοποιήθηκαν 14 τόνοι χρυσού και 40 τόνοι ασηµιού) επιµελήθηκε ο διακοσµητής της Όπερας του Παρισιού Sechan, τα κρύσταλλα είναι µπακαρά, τα έπιπλα φερµένα από την Γαλλία, τα βάζα από τις Σέβρες, τα µεταξωτά και τα χαλιά από την Χερέκε και την Λυών, τα κηροπήγια από την Αγγλία…

Το κυρίως παλάτι απλώνεται σε 14.600 τ.µ. και µε τα υπόλοιπα κτίσµατα φτάνει τα 64.000 τ.µ., διαθέτει δε 285 δωµάτια, 43 αίθουσες, 6 χαµάµ και 1.427 παράθυρα. Όλα αυτά συµπληρώνονται από 156 ρολόγια, 280 βάζα, 58 κηροπήγια, 131 µεγάλα χαλιά (το µεγαλύτερο είναι 124 τ.µ.) και 99 µικρά -φυσικά, όλα χειροποίητα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η πρόσοψη του παλατιού αγγίζει τα 600 µέτρα και το συγκρότηµα έχει συνολικά 12 πύλες.

Για την ξενάγηση απαιτείται τουλάχιστον µιάµιση ώρα (για ένα µέρος του παλατιού) και αξίζει να δει κανείς την αυτοκρατορική πύλη, την κρυστάλλινη σκάλα που φτάνει στην αίθουσα υποδοχής των πρεσβευτών, την αίθουσα πανοράµατος και την αίθουσα τελετών.

Η Βασιλική Δεξαµενή

Ακριβώς απέναντι από την Αγιά Σοφιά και κάτω από το έδαφος, βρίσκεται ένα εκπληκτικό αρχιτεκτόνηµα, η Βασιλική Δεξαµενή. Αξιόλογο δείγµα της βυζαντινής µηχανικής, η κατασκευή της δεξαµενής υπολογίζεται γύρω στο 532 µ. Χ. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος. Χρησίµευε για την υδροδότηση της πόλης σε περιόδους πολιορκίας (οι επίδοξοι εισβολείς κατέστρεφαν τα υδραγωγεία ή έριχναν δηλητήριο στο πόσιµο νερό), χρησιµοποιήθηκε δε, ως την άλωση της Πόλης. Η δεξαµενή καλύπτει έκταση 10.000 τµ (143µ. µήκος και 65µ. πλάτος), ήταν χωρητικότητας 80.000 κυβικών µέτρων και για την κατασκευή της χρησιµοποιήθηκαν 336 κίονες, 8 µέτρων ο καθένας.

Οι κίονες αυτοί είναι διαφόρων ρυθµών και εικάζεται ότι µεταφέρθηκαν από διάφορα ρωµαϊκά µνηµεία, σε µια προσπάθεια του Μεγάλου Κωνσταντίνου να ισχυροποιήσει τον χριστιανισµό και να αφήσει πίσω τον ειδωλολατρισµό. Επί έναν αιώνα µετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι οθωµανοί αγνοούσαν την ύπαρξή της και άρχισαν να την ερευνούν όταν διαπίστωσαν ότι οι κάτοικοι της πόλης προµηθεύονταν νερό ή και… ψάρευαν ακόµα, από τρύπες στα υπόγεια και τις αυλές τους. Κύριο χαρακτηριστικό της δεξαµενής είναι οι δύο κρηπίδες κιόνων, µε κεφαλές Μέδουσας (η µία στραβά και η άλλη ανάποδα). Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι επισκέπτες µπορούσαν να την περιηγηθούν µόνο µε λέµβους, αλλά από το 1987 και µετά, όταν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασής της, τοποθετήθηκαν ειδικοί διάδροµοι και η βόλτα πλέον γίνεται κάτω από τους ήχους κλασικής µουσικής και υποβλητικού φωτισµού. Να σηµειωθεί ότι εδώ γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία του Τζαίηµς Μποντ «Από την Ρωσία µε αγάπη».

Τα τείχη του Θεοδοσίου

Η οχύρωση της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε πρώτιστο µέληµα και καθήκον για κάθε βυζαντινό αυτοκράτορα, προκειµένου να εξασφαλιστεί η προστασία των πολιτών. Ο Κωνσταντίνος, µε την ανάδειξη της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την περιέβαλε µε τείχη, τα οποία επέκτειναν οι διάδοχοί του. Ωστόσο, τα εντυπωσιακότερα και ασφαλέστερα κατασκευάστηκαν από τον Θεοδόσιο τον Β΄ (408-450), τα οποία, βέβαια, δέχθηκαν αρκετές επισκευές και επεµβάσεις τους επόµενους αιώνες, όχι µόνο από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και από τους Φράγκους και Οθωµανούς.

Τα τείχη του Θεοδοσίου διέθεταν τρεις αµυντικές ζώνες (τάφρο, προτείχισµα και κυρίως τείχος), αρκετές πύλες (Κερκόπορτα, Χρυσή Πύλη, Πύλη του Ρωµανού κ.ά.), αι το οχυρό επταπύργιο που αργότερα ονοµάστηκε από τους Οθωµανούς Γεντικουλέ. Τα διπλά τείχη του Θεοδοσίου εκτείνονταν σε απόσταση 6,5 χλµ, είχαν 11 πύλες και 192 πύργους και ουσιαστικά «κούµπωναν» την πόλη από την θάλασσα του Μαρµαρά ως τον Κεράτιο Κόλπο. Τα τείχη αυτά, για 1000 χρόνια ήταν απόρθητα και µόνο ο Μωάµεθ ο Πορθητής κατάφερε να τα περάσει, τον Μάιο του 1453. Φυσικά, και οι σουλτάνοι φρόντισαν τα τείχη, τα οποία διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση µέχρι και τα τέλη του 17ου αιώνα. Σήµερα, σώζεται ένα µεγάλο µέρος τους και τα τελευταία χρόνια, γίνονται εκτεταµένες επισκευές. Είναι επισκέψιµα και προσβάσιµα και στο κάστρο του Γεντικουλέ (που χρησιµοποιήθηκε από τους οθωµανούς ως τόπος εκτελέσεων, αλλά και φυλακή), ο επισκέπτης µπορεί να δει τον αυτοκρατορικό βυζαντινό αετό σκαλισµένο πάνω από την κεντρική πύλη, αλλά και την καταπληκτική θέα που απλώνεται ως τη θάλασσα του Μαρµαρά.

Σκεπαστή και Αιγυπτιακή Αγορά

Η Σκεπαστή Αγορά της Πόλης, ή Μεγάλη Αγορά (Καπαλί Τσαρσί), κατασκευάστηκε λίγο µετά την άλωση από τον Μωάµεθ τον Β΄ και σήµερα (πέρα από την… χρηστική της αξία), αποτελεί µία από τις τουριστικές ατραξιόν της Κωνσταντινούπολης, αφού, κατά κύριο λόγο, κατακλύζεται από τουρίστες κι όχι από ντόπιους. Η Σκεπαστή Αγορά είναι ένα πολυδαίδαλο συγκρότηµα, που εκτείνεται σε 300 στρέµµατα και διακλαδίζεται από 80 δρόµους, φιλοξενεί πάνω από 4.000 καταστήµατα και 15.000 εργαζόµενους και ο επισκέπτης µπορεί να βρει και ν’ αγοράσει σχεδόν τα πάντα (χαλιά, ρούχα, κοσµήµατα, βιβλία, υποδήµατα, αντίκες, ναργιλέδες, σαµοβάρια, κεχριµπαρένια κοµπολόγια, υφάσµατα, αναµνηστικά, είδη σπιτιού, τρόφιµα). Τα περισσότερα αντικείµενα και προϊόντα είναι αποµιµήσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά η τιµές τους, είναι τσουχτερές. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ψάχνοντας να κάνει κάποιος και καλές αγορές. Απαραίτητη προϋπόθεση, το παζάρι µε τους καταστηµατάρχες. Στο χώρο της αγοράς, υπάρχουν ακόµα γραφικά καφενεία και εστιατόρια.

Λίγο πιο κάτω, βρίσκεται η Αιγυπτιακή Αγορά, ή Αγορά των Μπαχαρικών (και πήρε το όνοµά της από τα µπαχάρια, αλλά και τ’ άλλα προϊόντα που κυρίως έρχο- νταν από την Αίγυπτο). Η Αιγυπτιακή Αγορά έχει περισσότερο ανατολίτικο χρώµα και φιλοξενεί σε σχήµα Γ, πείπου 80 καταστήµατα στα οποία ο επισκέπτης µπορεί να βρει µεγάλη ποικιλία σε µπαχαρικά, τυροκοµικά, ψάρια, λακέρδα βαρελιού, χαβιάρι, παστουρµά, λουκούµια, καφέδες, ξηρούς καρπούς, µέλι, αφροδισιακά φάρµακα κι αρώµατα.

Ο Πύργος του Γαλατά

Σήµερα, το εσωτερικό του δεν υποδηλώνει την µεσαιωνική καταγωγή του –καθώς οι παρεµβάσεις έχουν αλλοιώσει τον χαρακτήρα του- αλλά εξωτερικά είναι σωστά συντηρηµένος, εντυπωσιάζει και προσελκύει εκατοντάδες επισκέπτες καθηµερινά. Ο λόγος για τον Πύργο του Γαλατά που είναι ορατός από τα περισσότερα σηµεία της Πόλης και από την κυκλική βεράντα του µπορεί να θαυµάσει κανείς πανοραµικά την Κωνσταντινούπολη µε τον Βόσπορο, τον Κεράτιο και τον Μαρµαρά και –αν η ατµόσφαιρα είναι καθαρή- το µάτι του να φτάσει ως τα Πριγκηπόννησα.

Ο πύργος χτίστηκε από τους Γενοβέζους το 1348, έχει ύψος 62 µέτρα και διάµετρο 9 µέτρα και βρίσκεται 140 µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Το 1509 υπέστη ζηµιές από σεισµό, αλλά αναστηλώθηκε, ενώ δέχτηκε ανακαινίσεις το 1794, το 1831, το 1875 και εκτεταµένη αναπαλαίωση στην τριετία 1964-1967.

Από τους οθωµανούς χρησιµοποιήθηκε ως παρατηρητήριο (κυρίως για πυρκαγιές), αλλά σήµερα στους δύο τελευταίους ορόφους (8ο και 9ο) λειτουργούν εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο.

Το Φρούριο της Ρωμυλίας

Αφήνοντας τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου και λίγο πριν την δεύτερη κρεµαστή γέφυρα που ενώνει την Ασία µε ην Ευρώπη, ο επισκέπτης συναντά το εντυπωσιακό Φρούριο της Ρωµυλίας, ή και Κάστρο της Ευρώπης. Το κατασκεύασε ο Μωάµεθ ο Πορθητής το 1452, ένα χρόνο πριν την άλωση της Πόλης, µε στόχο να εµποδίσει την προµήθεια των βυζαντινών από την Δύση, που έρχονταν µε πλοία από τον Δούναβη και την Μαύρη Θάλασσα. Ο Μωάµεθ έχτισε το φρούριο στο στενότερο σηµείο του Βοσπόρου και ακριβώς απέναντι από το Φρούριο της Ανατολίας ή Κάστρο της Ασίας (χτίστηκε από τον σουλτάνο προπάππο του Γιλντιρίµ Μπαγιαζήτ το 1393), έτσι ώστε να µπορεί να ελέγχει κάθε πέρασµα πλοίου –γι’ αυτό και αρχικά ονοµάστηκε Μπογάζ Κεσέν (Φράγµα του Στενού).

Σύµφωνα µε τις ιστορικές µαρτυρίες, το κάστρο το σχεδίασε ο ίδιος ο Μωάµεθ, που χρειάστηκε µόλις τρεις µήνες για την κατασκευή του, δουλεύοντας ακατάπαυστα 1.000 τοιχοποιοί και 2.000 εργάτες. Τρεις µεγάλοι προµαχώνες κι άλλοι έξι µικρότεροι, εξοπλισµένοι µε κανόνια µεγάλου διαµετρήµατος, ήσαν ικανοί να ελέγχουν το στενό πέρασµα και ουσιαστικά να αποκλείσουν την Πόλη στο σηµείο αυτό. Μετά την άλωση της Πόλης, το κάστρο δεν είχε καµιά στρατιωτική σηµασία και χρησιµοποιήθηκε ως φυλακή, ιδιαίτερα για αιχµαλώτους πολέµου. Κατά καιρούς υπέστη ζηµιές και φθορές από τον χρόνο, αλλά το 1953 αναστηλώθηκε και σήµερα είναι ανοιχτό στο κοινό.

Στο εσωτερικό του λειτουργεί ένα µικρό µουσείο κανονιών, φιλοξενεί τα υπολείµµατα ενός τζαµιού και διαθέτει ένα µικρό αµφιθέατρο, στο οποίο κάθε καλοκαίρι πραγµατοποιείται εδώ το Φεστιβάλ Μουσικής και Χορού της Κωνσταντινούπολης.

Δείτε όλο το άρθρο εδώ

Γίνε Συνδρομητής!

Ζήτησε να λαμβάνεις τα newsletter μας για να μαθαίνεις πρώτος τις καλύτερες προσφορές, τις νέες κυκλοφορίες και τους διαγωνισμούς μας!